Τρίτη 15 Ιανουαρίου 2013

Σεξισμός και βία δεν έπεσαν από τον ουρανό (της Ελιάνας Καναβέλη)



Ας ξεκινήσουμε από τα γνωστά. Βρισκόμαστε σε κρίση. H κυρίαρχη αφήγηση της κρίσης διατρέχει πια ολόκληρη την ύπαρξη και την καθημερινότητά μας και ενισχύεται μέσα από τη συνεχή, δημόσια και μαζική εκφορά του από πολιτικούς, επιστήμονες, δημοσιογράφους και κάθε λογής «ειδικούς». Η κρίση φαίνεται ότι έχει διαταράξει σε μεγάλο βαθμό τις ισορροπίες στις κοινωνικές σχέσεις. Οι κοινωνικές σχέσεις είχαν δομηθεί πάνω σε βεβαιότητες οι οποίες, στο σημερινό συγκείμενο, μοιάζουν πια μόνο αβέβαιες. Για παράδειγμα, η πρόσβαση σε μια καλή και προσιτή εκπαίδευση για όλους και στη συνέχεια η εύρεση μιας ικανοποιητικής εργασίας γίνεται όλο και δυσκολότερη. Κυρίαρχη πια είναι η ανεργία ή στην καλύτερη περίπτωση η επισφαλής, ανασφάλιστη εργασία. Το κράτος πρόνοιας, στο οποίο ο πολίτης είχε «κοιμίσει» όλη την επαναστατικότητά του, χάνεται σταδιακά και ο πολίτης χάνει την βεβαιότητα ότι το κράτος θα υπερασπιστεί τα δικαιώματά του ή θα τα διασφαλίσει με οποιοδήποτε κόστος. Το κράτος προστάτης-φύλακας και η σταθερή εργασία είναι μερικές μόνο από τις πολλές βεβαιότητες που δημιούργησαν ένα κυρίαρχο κοινωνικό φαντασιακό, το οποίο για δεκαετίες έμοιαζε ακλόνητο.
Όλες αυτές οι βεβαιότητες χτίστηκαν πάνω στο αφήγημα της ασφάλειας. Μιας ασφάλειας που φρόντισε για τη δημιουργία καλών, ήσυχων παιδιών-πολιτών, που θα είναι τόσο απασχολημένοι με τη διατήρηση της ασφάλειάς τους και της υπάρχουσας κατάστασής τους, που θα την υπερασπιστούν με τον καλύτερο τρόπο, με αδράνεια και απάθεια. Η θέση τους και η εξέλιξή τους στην κοινωνική ιεραρχία επιτυγχάνεται μέσω μιας σειράς πολιτικών και κοινωνικών προνομίων, τα οποία συνδέονται άρρηκτα με το χρώμα του δέρματος, τη σεξουαλική ταυτότητα, την αρτιμέλεια, την εθνική ταυτότητα, την ιδιοκτησία. Οι προνομιούχοι αυτοί διεκδικούν προφανώς με διάφορους τρόπους να τα συντηρήσουν και να τα αναπτύξουν περαιτέρω. Η ύπαρξη αυτών οριοθετείται και αντιπαραβάλλεται με τη θέση των ‘άλλων’. Αυτών που αντιπροσωπεύουν την ανασφάλεια, που ζουν καθημερινά μέσα σε αυτή, είτε στην κρίση είτε στην ευημερία. Αυτών που ούτως ή άλλως δεν έχουν τίποτα να χάσουν και η θέση τους δεν τους εξασφαλίζει καμία δυνατότητα να ονειρεύονται έστω μια κάποια σταθερότητα.
Και καθώς η κρίση ροκανίζει τις βεβαιότητες, στις οποίες δομήθηκε η νεοελληνική κοινωνία, παρατηρούμε μια έξαρση των φαινομένων βίας. Η “ψυχολογιοποίηση” ως κοινωνική απόδοση της κρίσης νομιμοποιεί σε μεγάλο βαθμό βίαιες πρακτικές. Η έξαρση της βίας δηλαδή προσπαθεί να δικαιολογηθεί μέσα από την ύπαρξη της κρίσης. Οι βίαιες αντιδράσεις των υποκειμένων βρίσκουν πια ένα βολικό άλλοθι να εκφραστούν, γιατί, ας μην γελιόμαστε, η βία προϋπήρχε της κρίσης, απλώς συγκαλυπτόταν κάτω από τον μανδύα του καθωσπρεπισμού και μιας ευημερίας που δεν δικαιολογεί τέτοια φαινόμενα. Τώρα που το αφήγημα της ασφάλειας κλυδωνίζεται επικίνδυνα, επιστρατεύεται η βία, σε μεγαλύτερες δόσεις και με απευθείας κάλυψη, για να συντηρήσει το αφήγημα της κανονικότητας. Η προβολή της βίας δεν συμβαίνει τόσο για να ευαισθητοποιήσει και για να μας ενημερώσει για αυτή, αλλά για να «νομιμοποιήσει» μεθόδους, λόγους και πολιτικές ενίσχυσής της. Τέτοιες πρακτικές εκφράζονται μέσα από την αντι-μεταναστευτική πολιτική, την εντατικοποίηση και ενίσχυση της κρατικής καταστολής, την υγειονομική περιχαράκωση του πολιτικού ως εθνικού χώρου και επιστροφή στις συντηρητικές και σταθερές αξίες του αφηγήματος: «πατρίς-θρησκεία-οικογένεια».
Πρέπει όμως κάποιες βεβαιότητες να συνεχίζουν να υπάρχουν, προκειμένου να βρίσκουν τρόπους το έθνος, η φυλή, το φύλο να αναπαράγονται. Στην εποχή της κρίσης οι έμφυλες, σεξουαλικές αντιλήψεις και πρακτικές που επικρατούν στην ελληνική κοινωνία μπαίνουν στο στόχαστρο και φυσικά όχι προς την κατεύθυνση της αλλαγής και του μετασχηματισμού των κυρίαρχων αξιών και αφηγημάτων αναφορικά με αυτές. Παρατηρείται, λοιπόν, ότι στο πλαίσιο της διατήρησης μιας συγκεκριμένης ετεροκανονικής, αρρενωπής ταυτότητας, η οποία εγγυάται με τον καλύτερο τρόπο την αναπαραγωγή του έθνους, θέτει στο στόχαστρο οποιαδήποτε άλλη απειλητική και αλλόκοτη ταυτότητα. Απόρροια αυτής της αντίληψης είναι η ολοένα και συχνότερη παραγωγή μιας ομοφοβικής, μισογυνικής και σεξιστικής κυρίαρχης κουλτούρας, εκφραζόμενης αρκετές φορές μέσω βίαιων πρακτικών. Μια κουλτούρα που κερδίζει περισσότερο έδαφος, αναπαράγοντας τον εαυτό της και τη βία που ασκεί με τους αποκλεισμούς και την περιθωριοποίηση αυτών που δεν τοποθετούν τον εαυτό τους στην ετεροκανονική μορφή της κοινωνικής ζωής. Η ελληνική οικογένεια ως θεματοφύλακας της συνέχισης του έθνους τίθεται στη πρώτη γραμμή υπεράσπισης των κυρίαρχων ταυτοτήτων μέσα από τη ρηματική εκφορά του κινδύνου: η ελληνική οικογένεια κινδυνεύει.
«Η ελληνική οικογένεια κινδυνεύει[1]».
Στα τέλη Απριλίου, λίγο πριν από τις εκλογές της 6ης Μαΐου, γίνονται προφυλακίσεις και συλλήψεις οροθετικών γυναικών με την παράλληλη δημοσίευση των στοιχείων τους, των φωτογραφιών τους και την κατάργηση του ιατρικού τους απορρήτου. Γίναμε μάρτυρες της έμπρακτης νοηματοδότησης και εφαρμογής της κατάστασης «έκτακτης ανάγκης». Οι γυναίκες αυτές, βουτηγμένες στην ανωνυμία τους, χωρίς να μπορούν οι ίδιες να υπερασπιστούν αυτό που είναι, «καταδικάζονται» από τον κυρίαρχο λόγο σε ένα καθεστώς σιωπής. Η περίπτωσή τους φανερώνει με τον εναργέστερο τρόπο ότι το σώμα, ανάλογα με το πώς αντιμετωπίζεται κάθε φορά, ως αυτόχθον ή ετερόχθον, πάσχον ή υγιές, λειτουργικό ή δυσλειτουργικό, αποτελεί το κατεξοχήν πεδίο εγκαθίδρυσης των όρων απονομής τόσο της ανθρώπινης όσο και της πολιτικής ιδιότητας.
Στη διαπόμπευση και στοχοποίηση αυτών των γυναικών, ο ιατρικός λόγος έπαιξε πρωταγωνιστικό ρόλο, προκειμένου να επιβληθεί η γραμμή ενός υγειονομικού διαχωρισμού ανάμεσα στα εθνικά, πολιτικά σώματα που απειλούνται και τα απογυμνωμένα-αποκείμενα σώματα που απειλούν και γι’ αυτό πρέπει να εξαφανιστούν[2]. Η επιστράτευση του ΚΕΕΛΠΝΟ στην εκστρατεία αυτή, σε συνδυασμό με το αφήγημα «υγειονομικές βόμβες[3]», αλλά και με τις δηλώσεις του Λοβέρδου ότι «είχα πει ότι το πρόβλημα μπαίνει στις ελληνικές οικογένειες καθώς οικογενειάρχες πηγαίνουν στους οίκους ανοχής μεταφέροντας έτσι τη νόσο στα σπίτια τους»[4], το αποδεικνύει. Σαφώς ούτε λόγος για δημοσιοποίηση στοιχείων των Ελλήνων-οικογενειαρχών πελατών. Προφανώς, για να διαφυλαχθεί η οικογενειακή γαλήνη και ηρεμία[5]. Οι λόγοι ιατρικοποίησης, εθνικοποίησης, εμφυλοποίησης επιστρατεύονται σε μια περίοδο που όλα αυτά βρίσκονται υπό κρίση. Σύστημα υγείας υπό κατάρρευση, πατρίδα υπό αμφισβήτηση, ετεροκανονικότητα σε κίνδυνο. Και σε μια περίοδο όπου η νεοφιλελεύθερη βιοπολιτική πολλαπλασιάζει τις συνθήκες που παράγουν ασθένειες.
Όλα αυτά αποτελούν αντικατοπτρισμούς μιας βαθιάς, συντηρητικής κοινωνίας, στην οποία δεσπόζει η αστυνομία, η θρησκεία (με τη βοήθεια του Θεού, της Παναγίας θα βγούμε από την κρίση), ο στρατός, η πατρίδα και βεβαίως η οικογένεια ως επιστέγασμα όλων αυτών. Ο ρατσιστικός, ομοφοβικός, σεξιστικός λόγος στην Ελλάδα κυριάρχησε μαζί με την κρίση. Ένας ρατσισμός αδίστακτος και δολοφονικός βρήκε τον χώρο να εκφραστεί, να παράγει μολυσματικά και περιττά σώματα και να ευθυγραμμιστεί με τον λόγο της Χρυσής Αυγής («Για να ξεβρωμίσει ο τόπος[6]», «εμπρός, Ηλία, βάρα τη λεσβία[7]»). Ουδεμία έκπληξη δεν θα έπρεπε να μας προκαλεί πώς οι νεοναζί μπήκαν στη βουλή. Η Χρυσή Αυγή νομιμοποιεί το πρότυπο του πολεμοχαρή, αρρενωπού, σεξιστή, ομοφοβικού άνδρα, το οποίο έχει βαθιές ρίζες στο ελληνικό, πολιτικό και κοινωνικό συγκείμενο. «Αξιοποίησαν» με τον καλύτερο τρόπο την εθνική συναίνεση χρόνων και επιτέλους η κρίση έδωσε το άλλοθι να ακουστεί αυτός ο λόγος που χρόνια τώρα βρισκόταν στο μεταίχμιο του να ειπωθεί ή να παραμείνει σιωπηλός.
Παρατηρούμε ότι ο σεξισμός, η βία προκύπτει από παντού, δεν γνωρίζει ιδεολογικές και πολιτικές γραμμές. Γιατί είναι πολιτικά σωστό να καταδικάζουμε τη βιαιότητα της Χρυσής Αυγής, αλλά τι είναι αυτό που μας κάνει να θέλουμε να υπερασπίσουμε την ταυτότητα του λευκού, αρρενωπού, γυναικά, αριστερού-διανοούμενου άνδρα που θέλει να κραυγάσει όσο το δυνατόν δυνατότερα ότι δεν είναι αδερφή; Εκφράσεις τέτοιου είδους: «έχω πηδήξει τη μισή Αθήνα και οι Χρυσαυγίτες ακόμη με λένε αδελφή[8]» ή «ο Κολοκοτρώνης ήταν μεγάλος μπήχτης» εκφραζόμενες από ένα βουλευτή της Αριστεράς δεν ρίχνουν νερό στον μύλο της Ακροδεξιάς; Γιατί κάποιος να θέλει να αποδείξει στους Χρυσαυγίτες ότι δεν είναι αδερφή; Για χάρη των Ελλήνων νοικοκυραίων και αυτής της πολυπόθητης κανονικότητας που συμβολίζουν και που, υποτίθεται, έχει κλονιστεί από την κρίση, όλα φαίνεται να επιτρέπονται και να λέγονται από όλους. Με μεγαλύτερη έμφαση και σχεδόν κραυγάζοντας σπεύδουν να δηλώσουν αυτό που κυριαρχεί.
Και αυτό που κυριαρχεί βασίζεται στον φόβο απέναντι σε αυτό που ορίζεται ως διαφορετικό και που απειλεί να το αναιρέσει. Και ο φόβος φέρνει τη βία. Η βία κατακλύζει τις ζωές μας. Η καθημερινότητά μας είναι βίαιη. Λεκτικές επιθέσεις, σωματικές επιθέσεις, κρατική καταστολή και νομιμοποιημένη άσκηση βίας από αστυνομικούς με βασανιστήρια τύπου Αμπού Γκράιμπ[9], τακτικές και συχνές επιθέσεις σε ομοφυλόφιλους στον δημόσιο χώρο[10], επιβεβαιώνουν με τον καλύτερο τρόπο ότι ζούμε σε καιρούς βίαιους. Οι επικλήσεις στη χούντα αλλά και στη Χρυσή Αυγή ως μεσσίες και σωτήρες δείχνουν κάτι πολύ λυπηρό, κατά τη δική μου γνώμη, για την ελληνική κοινωνία. Δείχνουν μια κοινωνία απαίδευτη, αμόρφωτη, ακαλλιέργητη, βαθιά και, σε μεγάλο βαθμό, αξεπέραστα συντηρητική, που κατά κύριο λόγο ιδιωτεύει, έχοντας απολέσει καιρό τώρα την ιδιότητα του πολίτη. Και σαφώς δεν εννοώ ότι δεν πήγε στο Πανεπιστήμιο και δεν απέκτησε γνώσεις, αλλά δε φρόντισε με κανένα τρόπο να συνειδητοποιήσει την ύπαρξή της εντός του συγκεκριμένου πλαισίου. Συνήθιζε να λέει φωναχτά, απαξιωτικά και με καμάρι: «δεν με ενδιαφέρει και δεν ασχολούμαι με την πολιτική». Η αδιαφορία για την πολιτική, η απόλυτη αντιπνευματικότητα σε συνδυασμό με την οικονομική κρίση ανέδειξαν κάτι πολύ ουσιαστικότερο, την κοινωνική και πολιτιστική κρίση, στην οποία βρίσκουν έδαφος εφαρμογής οι βίαιες, ομοφοβικές και σεξιστικές, εθνικιστικές πρακτικές.
Η γνώση και η πνευματικότητα για δεκαετίες είχαν παραμεριστεί και είχαν αντικατασταθεί από το φθηνό και εμπορικό lifestyle, το οποίο μέσα από τηλεοπτικές εκπομπές έμπαινε καθημερινά στα σπίτια μας, διαμορφώνοντας σε μεγάλο βαθμό και τις αντίστοιχες κουλτούρες. Όμορφες, περιποιημένες, αψεγάδιαστες, σέξι, μητέρες, κατά κύριο λόγο ξανθιές, αλλά και άνδρες, αρρενωποί, ετεροφυλόφιλοι και από την άλλη γκέι καρικατούρες αποτελούν τα κυρίαρχα τηλεοπτικά πρότυπα.
Οι πολίτες καλούνται σήμερα να αντιμετωπίσουν την κρίση και ό,τι αυτή φέρνει μαζί της, με τα πνευματικά εφόδια που απέκτησαν όλα αυτά τα χρόνια. Πνευματικά εφόδια που αναφέρονται κυρίως στα τηλεοπτικά προγράμματα της ιδιωτικής τηλεόρασης και τα οποία ακόμα και στην κρίση προτάσσουν την κατανάλωση συνδεδεμένη με το life style και το glamourous, για να ξεχάσουν οι άνθρωποι τα προβλήματά τους και να ζήσουν έστω για λίγο, στη διάρκεια μιας εκπομπής, τη χλιδάτη ζωή των διασήμων.
Σε μια χώρα που μεγάλο μέρος των πολιτών δεν ενδιαφέρονταν για την πολιτική και την γνώση και η «εκπαίδευσή» τους ήταν τηλεοπτική, δεν θα πρέπει να κάνει σε κανέναν εντύπωση το γεγονός ότι η Χρυσή Αυγή εκφράζει σήμερα εκατοντάδες χιλιάδες Έλληνες. Η Χρυσή Αυγή δεν ήρθε τώρα. Ο νεοναζισμός δεν ήρθε τώρα. Ο φασισμός δεν ήρθε τώρα. Θα έπρεπε να τον είχαμε διακρίνει από χρόνια. Διότι υπήρχε συγκεκαλυμμένα σε όλες αυτές τις βεβαιότητες που έχτιζαν και οριοθετούσαν τις ζωές μας, κάνοντάς μας ανήμπορους να αμφισβητήσουμε, να αντισταθούμε, να οδηγηθούμε σε δρόμους ελευθερίας, προτάσσοντάς μας πάντα «το κανονικό».
Σημειώσεις
1. Δηλώσεις Α. Λοβέρδου: Οι «αλλοδαπές ιερόδουλες φορείς του AIDS» συνιστούν απειλή για την ελληνική κοινωνία, καθώς το πρόβλημα «ξέφυγε από το γκέτο» και πλέον «μολύνει τις ελληνικές οικογένειες».
2. Αθανασίου Αθηνά, Η κρίση ως κατάσταση εξαίρεσης, Αθήνα: Σαββάλας, 2012.
3. “Εξερράγη η υγειονομική βόμβα”, Ανδρέας Λοβέρδος, 02/05/2012,iatropedia.gr
4. Δήλωση Αντρέα Λοβέρδου στο διαδικτυακό site iatropedia.gr, 30/04/2012.
5. «Σύμφωνα με τη λογική του υπουργού Υγείας, κίνδυνος για τη δημόσια υγεία συνιστούν εξ ορισμού οι εκδιδόμενες γυναίκες και όχι οι οροθετικοί οικογενειάρχες». Αθανασίου Αθηνά, Η κρίση ως κατάσταση εξαίρεσης, ό.π., σελ. 32.
6. Προεκλογικό σύνθημα της Χρυσής Αυγής. Σύνθημα που ακούστηκε σε διαδήλωση στην Παιανία, ύστερα από τη δολοφονία Αλβανού ληστή από Έλληνα.
7. Συνέντευξη του βουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ Πέτρου Τατσόπουλου, στο περιοδικό Crash, τον Νοέμβριο του 2012.
8. Βλ. το δημοσίευμα της εφημερίδας Guardian για τους βασανισμούς των συλληφθέντων αντιφασιστών: Link
9. Βλ. «Η ιστορία του ‘ροζ τριγώνου’. Με αφορμή τις νεοναζιστικές επιθέσεις σε ομοφυλόφιλους στο κέντρο της Αθήνας» Link

2 σχόλια:

  1. θα μπορούσε να είχε γίνει έστω μια αναφορά στο κείμενο (και την ομάδα που το έγραψε) από το οποίο έχετε πάρει ολόκληρες φράσεις, δε νομίζετε; http://www.qvzine.net/images/pride12.pdf.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Κείμενο Καναβέλη : H κυρίαρχη αφήγηση της κρίσης διατρέχει πια ολόκληρη την ύπαρξη και την καθημερινότητά μας και ενισχύεται μέσα από τη συνεχή, δημόσια και μαζική εκφορά του από πολιτικούς, επιστήμονες, δημοσιογράφους και κάθε λογής «ειδικούς».

    Κείμενο qv: Η ρητορική σχετικά με την οικονομική κρίση έχει κυριαρχήσει σχεδόν απόλυτα (στην ελληνική πραγματικότητα των τελευταίων χρόνων) επί οποιουδήποτε πολιτικού λόγου εκφέρεται δημόσια και μαζικά από πολιτικούς, επιστήμονες, ΜΜΕ, κ.ά.

    Κείμενο Καναβέλη : Η κρίση φαίνεται ότι έχει διαταράξει σε μεγάλο βαθμό τις ισορροπίες στις κοινωνικές σχέσεις. Οι κοινωνικές σχέσεις είχαν δομηθεί πάνω σε βεβαιότητες οι οποίες, στο σημερινό συγκείμενο, μοιάζουν πια μόνο αβέβαιες.

    Κείμενο qv : Η κρίση, αντιμετωπιζόμενη σχεδόν μεταφυσικά, έρχεται να κλυδωνίσει κοινωνικές σχέσεις που επί δεκαετίες πατούσαν σε ορισμένες βεβαιότητες οι οποίες, στο σημερινό συγκείμενο, μοιάζουν αβέβαιες.

    Κείμενο Καναβέλη : Το κράτος προστάτης-φύλακας και η σταθερή εργασία είναι μερικές μόνο από τις πολλές βεβαιότητες που δημιούργησαν ένα κυρίαρχο κοινωνικό φαντασιακό, το οποίο για δεκαετίες έμοιαζε ακλόνητο.

    Κείμενο qv : Τέτοιες και πολλές άλλες βεβαιότητες δημιούργησαν ένα κυρίαρχο κοινωνικό φαντασιακό το οποίο για δεκαετίες έμοιαζε ακλόνητο.

    ΑπάντησηΔιαγραφή