Τρίτη 15 Ιανουαρίου 2013

Αφίσα που κολλήθηκε από την Λεσβιακή Ομάδα Ξάνθης (λοξά) 12/1/2013


ΕΝΟΧΟ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΤΟΥ ΣΕΞΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΚΑΤΑΠΙΕΣΗΣ (by Anticapitalist)


-->
Μετά το φρικιαστικό περιστατικό που συνέβη στην Ξάνθη με τον βιασμό και τη δολοφονία μίας κοπέλας, πολλοί Ξανθιώτες πήγαν στο σπίτι του δράστη προκειμένου να δείξουν την απέχθειά τους στο πρόσωπό του και πολλοί έξω από τα δικαστήρια, στα οποία οδηγήθηκε απαιτώντας την παραδειγματική του τιμωρία. Ανακύπτει έτσι το πρόβλημα της απονομής δικαιοσύνης ιδιαίτερα σε καιρούς όπου η κοινωνικές εντάσεις αναπνέονται στον αέρα.
Πως μπορεί να αποδοθεί δικαιοσύνη σε ένα τόσο φρικιαστικό έγκλημα? Ο Πασουκάνις ένας εξαίρετος θεωρητικός του δικαίου υποστήριζε ότι η αστική δικαιοσύνη είναι πραγμοποιημένη δομικά. Στο πλαίσιο του αστικού δικαιικού συστήματος όλοι παρουσιάζονται ως ίσοι με την έννοια του εμπορευματοκατόχου, δηλ. ο κάθε παράγοντας της δίκης (διάδικος) είναι ισότιμος απέναντι στον άλλο ως κάτοχος ενός ανταλλάξιμου εμπορεύματος. Αυτός που δεν είναι κάτοχος εμπορεύματος κατέχει ως εμπόρευμα την εργατική του δύναμη. Δικαιικά αυτή η εξέλιξη συνιστά πρόοδο σε σχέση με το δικαστικό σύστημα προηγούμενων εποχών αλλά κρύβει την βασική διάκριση, αυτήν δηλ. του δυνατού και αδύνατου μέρους κάθε σχέσης. Έτσι π.χ. η τράπεζα είναι ίση ενώπιον του νόμου με το δανειολήπτη ή τον αγρότη οφειλέτη, ο εργοδότης με τον εργαζόμενο κ.ο.κ. Το δικαιικό σύστημα έχει εξελιχθεί από την εποχή του Πασουκάνις (μολονότι στον καιρό της κρίσης οπισθοδρομεί) και είναι πιο πολύπλοκο σήμερα αλλά η δικαιοσύνη που αποδίδει εξακολουθεί να στηρίζεται σε αυτή τη βασική μορφή φενάκης. Στο πλαίσιο του ποινικού δικαίου ο δράστης αντιμετωπίζεται εξατομικοποιημένα1 αλλά αυτή η εξατομικοποίηση ως προς την αναζήτηση της ενοχής επίσης παρέχει τη δυνατότητα στο κράτος να ξεπλύνει τις δικές του αμαρτίες ή αδυναμίες. Στην ποινική δίκη ερευνάται ένα περιστατικό στην ατομικότητα του που προκύπτει από συγκεκριμένη εξατομικοποιημένη πράξη του δράστη ή κατηγορουμένου. Η κοινωνία έχει αναθέσει αυτή τη δυνατότητα στο δικαστήριο, το οποίο με την απόφασή του απαγγέλλει την ποινή του δράστη (εκτός αν αποφανθεί περί της αθωότητάς του). Σε κάθε περίπτωση αυτό που εξετάζεται δεν είναι ο τρόπος με τον οποίο οδηγείται κάποιος στο έγκλημα αλλά η ίδια η αποδοκιμαστέα πράξη σε συνδυασμό με την προσωπικότητα του δράστη. Επομένως το δικαστήριο απαγγέλλοντας την ποινή ολοκληρώνει τον ρόλο της Πολιτείας ως θεματοφύλακα των αξιών. Είχε δόλο ο δράστης κακούργημα (τις περισσότερες φορές), έδρασε από αμέλεια (πλημμέλημα) κ.ο.κ. Ως προς τις ατομικές περιστάσεις του δράστη μπορεί να διαταχθεί και ψυχιατρική πραγματογνωμοσύνη αλλά μέχρις εκεί. Αυτό που δεν εξετάζεται καθόλου είναι οι κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες που οδηγούν κάποιον στην εγκληματική συμπεριφορά2. Με άλλα λόγια ο ρόλος της περιορίζεται στην κατάδειξη του «παραβατικού» και στην καταδίκη του. Έτσι εξοβελίζεται το κακό από το σώμα της κοινωνίας και αποδίδεται είτε στην ατομική παραβατικότητα είτε στην ατομική ψυχολογία. Η αξιολόγηση των κοινωνικών συνθηκών αφήνεται στη διακριτική ευχέρεια του κάθε πολίτη και πολλές φορές καταλείπεται ένα αίσθημα ανικανοποίητου, ότι δεν έχει γίνει ότι θα έπρεπε να έχει γίνει, και αυτό το τελευταίο είναι επικίνδυνο. Μπορεί να δώσει αφορμή στην εκάστοτε κυβέρνηση να νομοθετήσει με έμφαση στην ασφάλεια και όχι την πρόληψη, ακόμη και προς βλάβη του ίδιου του ποινικού δικαίου και των ελευθεριών που εγγυάται, συνεπικουρούμενο από τα άθλια παπαγαλάκια των ΜΜΕ. Μπορεί ακόμη να δώσει λαβή σε φασιστικές ομάδες να πάρουν το νόμο στα χέρια τους και με πράξεις αυτοδικίας να επιτεθούν σε όποιον θεωρούν αυτές υπεύθυνο. Είναι χαρακτηριστικό ότι τις πρώτες ώρες μετά το τραγικό περιστατικό γίνονταν τηλεφωνήματα στα αθηναϊκά μέσα από διάφορους που διέρρεαν ότι δράστες του εγκλήματος είναι 2 Πακιστανοί. Τα δε αθηναικά μέσα δείχνοντας το μέγεθος της προπαγάνδας που έχουν αναλάβει εργολαβικά δεν ασχολήθηκαν παρά μόνο την πρώτη μέρα αντίθετα από ότι είχαν κάνει με τον περίφημο «βιαστή της Πάρου» (επειδή ακριβώς εκείνος ήταν αλλοδαπός). Οι φασίστες ανά την Ελλάδα ήταν έτοιμοι να αναλάβουν ένα νέο πογκρόμ σε βάρος των μεταναστών ή των μουσουλμάνων.
  Θεσμικά λοιπόν οδηγούμαστε στην απόκρυψη εκείνων των κοινωνικών σχέσεων καταρχήν που οδηγούν στο έγκλημα και μάλιστα σε ένα τόσο απεχθές έγκλημα. Αυτό είναι βολικότερο, ιδιαίτερα όταν απαιτεί από την κοινωνία να κοιτάξει στον καθρέφτη της. Αυτές τις μέρες γίνεται στην Ινδία σε κλειστή, μη δημόσια συνεδρίαση η δίκη των 5 βιαστών της νεαρής φοιτήτριας που συγκλόνισε την ινδική κοινωνία.
Αντίθετα με διάφορες μετα - θεωρίες όπως αυτή του Τάκη Θεοδωρόπουλου στα «ΝΕΑ», που υποστηρίζουν ότι αυτό το έγκλημα δεν μπορεί να εξηγηθεί ούτε με βάση τον σεξισμό ούτε με βάση την ψυχιατρική γιατί ανήκει στη σφαίρα του ανθρώπινου παράλογου (η πιο βολική από όλες τις θεωρίες) η ίδια η πράξη του δράστη φωνάζει, είναι γεμάτη μισογυνισμό και σεξισμό.

Ιστορία καταπίεσης
Η γυναικεία καταπίεση είναι τόσο παλιά που από ορισμένους θεωρείται ως φυσιολογική περίπου με τη βιολογική έννοια (οι άνδρες είναι από τη φύση τους επιθετικοί και εν δυνάμει βιαστές) ή με την έννοια ότι πάντοτε οι κοινωνίες ενεργούσαν ανάλογα. Παρόλα αυτά και τα πιο σύγχρονα ανθρωπολογικά δεδομένα έρχονται να ανατρέψουν τέτοιες απόψεις:
Στις πρωτόγονες τροφοσυλλεκτικές κοινωνίες που ήταν οργανωμένες γύρω από ισότιμες σχέσεις δεν υπήρχε καταπίεση των γυναικών, ούτε και στις κηποκαλλιεργητικές. Υπήρχε ένας σχετικός καταμερισμός εργασίας (οι γυναίκες ασχολούνταν περισσότερη με τη συλλογή της τροφής κ.λ.π. και οι άνδρες περισσότερο με το κυνήγι) αλλά δεν υπάρχει η παραμικρή απόδειξη γυναικείας καταπίεσης. Αντίθετα οι περισσότερες από αυτές τις κοινωνίες είναι μητριαρχικές ή μητροτροπικές με την έννοια ότι τα γένη οργανώνονται γύρω από τη γυναίκα. Είναι εντυπωσιακό π.χ. ότι οι άνδρες έπρεπε να φροντίζουν τα παιδιά της αδελφής τους και όχι τα «δικά τους» γιατί οι οικογένειες ήταν οργανωμένες με αυτό τον τρόπο. Σε άλλες κοινωνίες η αλλαγή κοινωνικών ρόλων μεταξύ ανδρών και γυναικών ήταν θεσμοποιημένη. Έτσι στη Βόρεια Αμερική ήταν αποδεκτό για μία γυναίκα να αναλαμβάνει το ρόλο του άνδρα και να παντρεύεται μία άλλη γυναίκα και το αντίθετο για έναν άνδρα. 

Ο σεξισμός γεννήθηκε μέσα από τις πρώτες ταξικές κοινωνίες
Αυτή η διαδικασία της δημιουργίας τάξεων αρχίζει να σπάει τη συλλογικότητα. Η ανάπτυξη της γεωργίας με την εισαγωγή του αρότρου, η μεγαλύτερη σημασία που αποκτά η γέννηση απογόνων που θα χρησιμοποιηθούν ως καλλιεργητές, ρίχνει το βάρος της ανατροφής περισσότερο στις γυναίκες, και ο πόλεμος αποδυναμώνουν τη θέση της γυναίκας. Η διαδικασία αυτή δεν είναι ενιαία προφανώς εμπεδώθηκε δε στο βάθος εκατονταετιών. Αυτός που ελέγχει το πλεόνασμα (που είναι πλέον άνδρας στη μεγάλη πλειοψηφία των περιπτώσεων) θέλει να ελέγχει την κληρονομιά και τα παιδιά και έτσι ενώ η ανατροφή των παιδιών ήταν υπόθεση όλης της κοινότητας στα πλαίσια της «πρωτόγονης» κοινωνίας, αρχίζει να γίνεται υπόθεση της οικογένειας και της γυναίκας στις πρώτες ταξικές κοινωνίες. Οι γυναίκες έπρεπε να είναι μονογαμικές για να υπάρχει έλεγχος της καταγωγής των παιδιών και της απόδοσης της κληρονομιάς. Ο Ένγκελς, παρόλα τα τρωτά σημεία στην ανάλυσή του για το γυναικείο ζήτημα δίνει σωστά την εικόνα ότι η ταξική κοινωνία ήταν μία αντεπανάσταση για τη θέση των γυναικών.
Μια ματιά στην ιστορία δείχνει τι ακριβώς σήμαινε το γκρέμισμα των γυναικών. Στην Αθηναϊκή Δημοκρατία η θέση των συζύγων των ελεύθερων πολιτών είναι πολύ πιο κοντά στις συζύγους των δούλων παρά των ελεύθερων αντρών. Στο Μεσαίωνα, ο πατριάρχης-επικεφαλής του νοικοκυριού καθόριζε την εσωτερική παραγωγή (αγροτική ή βιοτεχνική) μέσα σε κάθε σπίτι. Οι γυναίκες δεν είχαν λόγο στο πώς θα παράγουν και τι.
Ο καπιταλισμός σήμαινε την επαναστατικοποίηση όχι μόνο της οικονομίας και της παραγωγής, αλλά και όλων των προηγούμενων θεσμών και σχέσεων. Ο καπιταλισμός άρχισε να ξεριζώνει τους αγροτικούς πληθυσμούς και να τους μετατρέπει σε εργατική τάξη στην παραγωγή για να κερδίσει από την υπεραξία της. Ταυτόχρονα έχει ανάγκη να αναπαράγει αυτή την τάξη, με τους καλύτερους δυνατούς για τον καπιταλισμό όρους. Αυτό σήμαινε τη διάλυση της παλιάς πατριαρχικής οικογένειας και την εμφάνιση της οικογένειας στη σύγχρονη μορφή της. Έτσι ενώ το νέο τότε σύστημα επαναστατικοποιούσε τις σχέσεις και τους θεσμούς ταυτόχρονα προχώρησε να χρησιμοποιήσει όλους τους παλιούς θεσμούς, τους οποίους έχει ανάγκη. Αυτό σήμαινε η εργατική οικογένεια.
Η εργατική οικογένεια για άλλη μια φορά υπέταξε τη γυναίκα στους άνδρες, διασφαλίζοντας τη συνέχιση της γυναικείας καταπίεσης. Το βάρος της αναπαραγωγής έπεσε και πάλι στους ώμους των γυναικών οδηγώντας έτσι σε διακρίσεις τόσο εντός όσο και εκτός του σπιτιού στο επίπεδο δικαιωμάτων της άνισης αμοιβής και της έμφυλης καταπίεσης. Επιπλέον έπρεπε να ικανοποιούν τις σεξουαλικές ανάγκες των ανδρών. Η οικογένεια προσφέρει και σήμερα τεράστια οικονομικά και ιδεολογικά πλεονεκτήματα στο σύστημα. Οικονομικά γιατί αναλαμβάνει ολόκληρο σχεδόν το κόστος της ανατροφής της επόμενης γενιάς και ιδεολογικά γιατί προωθεί την εικόνα της εξατομικοποιημένης, αυτάρκους οικονομικής μονάδας. Έτσι αν είσαι άνεργος ή φτωχός είναι ευκολότερο να κατηγορήσεις τον εαυτό σου παρά τον ρατσισμό, την οικονομική κρίση ή τις περικοπές στις δαπάνες για την υγεία και την παιδεία. Από την άλλη πλευρά βέβαια, από πολλούς αντιμετωπίζεται ως καταφύγιο από ένα σκληρό κόσμο και ως τέτοια ευλογείται από τα media και γίνεται κεντρικό πεδίο αντιπαράθεσης στις εκλογές, ενώ ο γάμος ακόμη περιγράφεται ως ο απόλυτος προορισμός της γυναίκας.
Παρόλα αυτά η βάση της οικογένειας είχε αλλάξει αποφασιστικά από παραγωγική μονάδα στο πλαίσιο της φεουδαρχικής κοινωνίας σε καταναλωτική μονάδα στον καπιταλισμό γιατί οι η παραγωγή αγαθών ανατίθεται ολοκληρωτικά πλέον στην αγορά. Αυτό επίσης άλλαξε τη βάση της συντροφικότητας μεταξύ ανδρών και γυναικών. Στη μοντέρνα καπιταλιστική κοινωνία ο γάμος και οι γαμήλιες σχέσεις είναι ελεύθερος μεταξύ ανδρών και γυναικών, στου οποίου την κοινωνία μετέρχονται με βάση την αμοιβαία έλξη.
Η μαζική παραγωγή αγαθών για το σπίτι που συνοδεύτηκε και από τη μαζική διαφήμιση επικεντρώθηκε στις γυναίκες ως καταναλώτριες των οικιακών αγαθών. Οι γυναίκες ενθαρρύνονταν να αντιμετωπίζουν το σεξ και την σωματική τους εμφάνιση ως μέσο για να διατηρήσουν το ενδιαφέρον των ανδρών τους. Η ομορφιά και ο αισθησιασμός υποτάσσονται στην κατανάλωση.
Ο Marx επιχειρηματολόγησε το 1844 ότι η κοινωνία που βασίζεται στην εκμετάλλευση οδηγεί στη βαθύτερη αλλοτρίωση των ανθρώπων από τις ίδιες τις φυσικές τους ικανότητες. Στην καρδιά της θεωρίας της αλλοτρίωσης είναι η άποψη ότι η κοινωνία που δημιουργείται από τη δράση των ανθρώπων παίρνει τη μορφή αποξενωμένης εξουσίας πάνω στους ίδιους τους ανθρώπους. Αυτό αντικατοπτρίζει τη θεμελιακή αντίθεση ότι μία μειοψηφία ελέγχει τα μέσα της ζωής αλλά αυτός ο έλεγχος αποκρύπτεται πίσω από τις φαινομενικά απρόσωπες δυνάμεις της αγοράς. Αυτή η δύναμη της αλλοτρίωσης επηρεάζει την ολότητα της ανθρώπινης ζωής και εμπειρίας μαζί με την οποία και τις φαινομενικά πιο φυσιολογικές σχέσεις, αυτές μεταξύ ανδρών και γυναικών.
Το σεξ έχει μετατραπεί σε εμπόρευμα ιδίως στο νεοφιλελεύθερο καπιταλισμό. Μία όψη της ανθρώπινης φύσης μας, η σεξουαλικότητά μας έχει αποξενωθεί από εμάς, έχει απανθρωπιστεί, και πωλείται πακεταρισμένη πίσω σε μας. Και αυτή η αλλοτριωμένη σεξουαλικότητα διαμορφώνεται από τη γυναικεία καταπίεση. Γι αυτόν ακριβώς το λόγο η βιομηχανία του σεξ προωθεί με κάθε τρόπο εικόνες του γυναικείου σώματος και των σεξουαλικών υπηρεσιών που παρέχονται από τις γυναίκες. Αυτή η βιομηχανία επιφέρει τεράστια κέρδη που αγγίζουν το ποσό των 57 δις δολαρίων ετησίως με το ποσό των 20 δις ετησίως να προέρχεται από ταινίες ενηλίκων, 11 δις από υπηρεσίες συνοδών. Τα έσοδα από τη βιομηχανία πορνό είναι μεγαλύτερα από τα έσοδα όλων των επαγγελματικών εταιριών franchise που ασχολούνται με το ποδόσφαιρο, το baseball και το μπάσκετ αθροιστικά. Αυτό συνοδεύεται από μία αδυσώπητη ροή αξιών, εικόνων, συμπεριφορών, και ενδυμάτων από τον κόσμο της εμπορίας σεξ για το χρήμα στην mainstream κουλτούρα και κοινωνία. Αυτό με τη σειρά του τροφοδοτεί ευθέως το επιχείρημα ότι η πώληση του σεξ και του γυναικείου σώματος είναι «μία ακόμη δουλειά».
Η αναπαραγωγή που γίνεται ιδιωτικά, δηλ. ο θεσμός της οικογένειας, είναι σε τελική ανάλυση η πηγή της γυναικείας καταπίεσης. Ο νεοφιλελευθερισμός έχει υπονομεύσει την εργατική οικογένεια και αυτό επιτρέπει να εξηγηθεί η ευκολία μέσω της οποίας η σεξουαλικότητα έχει γίνει πιο αλλοτριωμένη και εμπορευματοποιημένη. Στα χρόνια του Μνημονίου και της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης του καπιταλισμού αυτό είναι ακόμη πιο φανερό. Το κείμενο της πρόσφατης συνδιάσκεψης Γυναικών της ΟΤΟΕ περιγράφει αυτό το γεγονός με τον καλύτερο τρόπο: «Τα τρία χρόνια που πέρασαν από την προηγούμενη συνδιάσκεψη μοιάζουν αιώνες, καθώς ανατράπηκαν κατακτήσεις που χρειάστηκαν δεκαετίας για να οικοδομηθούν» και αναφέρεται συγκεκριμένα στην κατάργηση των ΣΣΕ, του επιδόματος γάμου, παιδικής μέριμνας, κατασκηνωτικό» και προσθέτει ότι αυτή η οπισθοχώρηση συνδέεται με την αύξηση των παρενοχλήσεων στο χώρο εργασίας από διευθυντές και εργοδότες.
Για τις δυτικές κοινωνίες ιδίως, οι αλλαγές στα τελευταία σαράντα χρόνια είναι τεράστιες. Το σεξ δεν περιορίζεται πλέον στο γάμο. Τα αγόρια και τα κορίτσια ωριμάζουν γρηγορότερα και αρχίζουν τις σεξουαλικές επαφές νωρίτερα. Οι γυναίκες επιλέγουν να κάνουν παιδιά νωρίτερα. Όλο και περισσότερες γυναίκες επιλέγουν να μην τεκνοποιήσουν. Τα διαζύγια είναι ευκολότερα. Περισσότεροι άνθρωποι επιλέγουν να συμβιώσουν με το σύντροφό τους. Οι ομοφυλοφιλικές σχέσεις είναι περισσότερο αποδεκτές σήμερα.
Αυτές οι αλλαγές έγιναν δυνατές στο πλαίσιο της οικονομικής άνθησης του καπιταλισμού μετά τον ΄β Παγκόσμιο Πόλεμο, που χρειαζόταν περισσότερα εργατικά χέρια και επομένως αξιοποίησε και το γυναικείο εργατικό δυναμικό, συνήθως βέβαια σε χειρότερες θέσεις εργασίας, και υπό την σεξιστική συμπεριφορά των προϊσταμένων τους. Κατακτήθηκαν όμως από του αγώνες του φεμινιστικού κινήματος, τη σύνδεση του με το εργατικό κίνημα, την διεκδίκηση δημόσιας κοινωνικής πρόνοιας (με τον τρόπο αυτό η εκπαίδευση αναλαμβάνει ένα μέρος του βάρους της ανατροφής των παιδιών απελευθερώνοντας τις γυναίκες). Επίσης οι αγώνες για το δικαίωμα στην έκτρωση και το χάπι αντισύλληψης έδωσαν ένα μεγαλύτερο πεδίο επιλογών στις γυναίκες όπως και στα νέα ζευγάρια.
Αυτό όμως πρέπει να ιδωθεί σε αντιπαραβολή με την αύξηση των πιέσεων πάνω στις ζωές των εργαζόμενων. Η σεξουαλική εκπαίδευση είναι απαραίτητη αλλά παραμελείται χαρακτηριστικά. Οι άνθρωποι δουλεύουν όλο και περισσότερες ώρες κάτω από όλο και μεγαλύτερες πιέσεις για την επίτευξη στόχων και υπό την επίβλεψη μάνατζερ και διευθυντών. Ζούμε σε ένα κόσμο όπου όλες οι ανθρώπινες ανάγκες έχουν μεταμορφωθεί σε εμπορεύματα που μπορούν φαινομενικά να ικανοποιηθούν τόσο εύκολα όσο και το να αγοράσεις Mc Donalds. Τα σαββατοκύριακα είναι ο χρόνος στον οποίο το αλκοόλ και άλλα ναρκωτικά υπόσχονται να ελαφρύνουν τις αφόρητες πιέσεις των εργαζόμενων. Η βιομηχανία του σεξ γεμίζει το κενό με ταινίες πορνό, sex toys, υπηρεσίες συνοδών, κλαμπ χορού, και την παραδοσιακή πορνεία, και με τον τρόπο αυτό ενισχύει τον έμφυλο διαχωρισμό των γυναικών ως σεξουαλικών αντικειμένων, και των ανδρών ως αγοραστών του προϊόντος. Αυτή η διάκριση παγιδεύει τις γυναίκες στην άρνηση των δικών τους σεξουαλικών αναγκών και τους άνδρες στην ιδέα ότι οι γυναίκες είναι σώματα για να τα κοιτάζεις ή να τα αγοράζεις. Η Εκκλησία, το κράτος η παραδοσιακή και όχι μόνο Δεξιά δίνουν έμφαση στην ιδέα της γυναίκας ο κύριος ρόλος της οποίας είναι η ανατροφή των παιδιών και του άνδρα ως του προμηθευτή για το σπίτι γιατί η διατήρηση του στάτους κβο βολεύει όλους τους παραπάνω.
Οι αντιφάσεις που προκύπτουν είναι τεράστιες. Από τη μία πλευρά το σεξ έχει αποξενωθεί από τις σχέσεις μεταξύ ανδρών και γυναικών και αντιμετωπίζεται ως αντικείμενο, σαν κάτι που μπορεί να αγοραστεί και να πωληθεί. Οι γυναίκες πρέπει να δείχνουν γοητευτικές ασχολούμενες με το σώμα τους αλλά ταυτόχρονα απαιτούν μεγαλύτερο σεβασμό δεδομένων των δικαιωμάτων που έχουν κερδίσει. Η σεξουαλική εκπαίδευση και οι νέοι βομβαρδίζονται με εικόνες του σεξ χωρίς οι ίδιοι να γνωρίζουν ακόμη το σώμα τους πόσο μάλλον το σώμα κάποιου άλλου.
Αναφορικά με το θέμα του βιασμού τα αποτελέσματα αναφορικά με τα ποσοστά των βιασμών που γίνονται μέσα στο σπίτι, από αγνώστους ή στο πρώτο ραντεβού ποικίλουν. Παρ’ όλα αυτά κοινός παρανομαστής είναι ότι η μεγάλη πλειοψηφία των βιασμών γίνεται μέσα στο σπίτι και πάντως ο δράστης είναι γνωστός του θύματος. Από την άλλη πλευρά οι βιασμοί από αγνώστους είναι το μικρότερο ποσοστό και μάλιστα σε αυτές τις περιπτώσεις είναι συχνότερο το φαινόμενο οι γυναίκες να καταγγέλλουν το έγκλημα στην αστυνομία.
Το ένα τέταρτο όλων των βίαιων εγκλημάτων γίνεται μέσα στην οικογένεια. Η δολοφονία, ο βιασμός, η κακοποίηση των παιδιών είναι συμπτώματα διάλυσης της οικογενειακής ζωής. Ο βιασμός μέσα στο γάμο συνδεέται με τη γυναικεία καταπίεση, την τάξη, και τη σεξουαλικότητα που διαμεσολαβούνται από το θεσμό της οικογένειας.
Και μόνο αυτό φανερώνει με τον πιο περίτρανο τρόπο τη γυναικεία καταπίεση, το σεξισμό και την αλλοτρίωση στο πλαίσιο του καπιταλιστικού συστήματος που πραγμοποιεί τις ανθρώπινες σχέσεις και υποβιβάζει τη σεξουαλική απόλαυση στο επίπεδο του αντικειμένου προς χρήση.

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΙΚΑ
  Χρειάζεται να αγωνιστούμε ενάντια στο σεξισμό και τη γυναικεία καταπίεση και να συνδέσουμε την πάλη μας με την ανάγκη για ένα κόσμο στον οποίο η εργασία θα γίνεται στο πλαίσιο ελεύθερα συνεταιρισμένων παραγωγών, που αλλάζει ριζικά όλο το πλαίσιο των κοινωνικών σχέσεων. Αυτή η προοπτική απαιτεί επίσης, όπως λέει ο Μπενσαίντ, μια ριζική αλλαγή στη σχέση άνδρα και γυναίκας γιατί: «η εμπειρία που αποκομίζει κανείς από τη σχέση μεταξύ των κοινωνικών φύλων είναι η πρώτη εμπειρία ετερότητας και για όσον καιρό εξακο­λουθεί να υπάρχει αυτή η σχέση καταπίεσης, κάθε διαφορετικό ον, λόγω πολι­τισμού, χρώματος ή σεξουαλικού προσανατολισμού, θα είναι θύμα μορφών δυ­σμενούς διάκρισης και κυριαρχίας».





1 Η εξατομικοποίηση εδώ αναφέρεται στην αναζήτηση της ενοχής και όχι στην τιμωρία γιατί κάθε έννοια συλλογικής τιμωρίας είναι αποκρουστική
2 Για την αποφυγή παρεξηγήσεων αξίζει να σημειωθεί ότι προφανώς υπάρχει και ατομική ευθύνη σε κάθε είδους πράξη. Σκοπός του σχολίου είναι να καταδειχθεί ο τρόπος με τον οποίο το αστικό δικαιικό σύστημα, ο νομικός μας πολιτισμός, ασχολείται μόνο με αυτή προκειμένου η υπόλοιπη λειτουργία του καπιταλισμού να εξακολουθήσει να θεωρείται ως απολύτως φυσική.

Σεξισμός και βία δεν έπεσαν από τον ουρανό (της Ελιάνας Καναβέλη)



Ας ξεκινήσουμε από τα γνωστά. Βρισκόμαστε σε κρίση. H κυρίαρχη αφήγηση της κρίσης διατρέχει πια ολόκληρη την ύπαρξη και την καθημερινότητά μας και ενισχύεται μέσα από τη συνεχή, δημόσια και μαζική εκφορά του από πολιτικούς, επιστήμονες, δημοσιογράφους και κάθε λογής «ειδικούς». Η κρίση φαίνεται ότι έχει διαταράξει σε μεγάλο βαθμό τις ισορροπίες στις κοινωνικές σχέσεις. Οι κοινωνικές σχέσεις είχαν δομηθεί πάνω σε βεβαιότητες οι οποίες, στο σημερινό συγκείμενο, μοιάζουν πια μόνο αβέβαιες. Για παράδειγμα, η πρόσβαση σε μια καλή και προσιτή εκπαίδευση για όλους και στη συνέχεια η εύρεση μιας ικανοποιητικής εργασίας γίνεται όλο και δυσκολότερη. Κυρίαρχη πια είναι η ανεργία ή στην καλύτερη περίπτωση η επισφαλής, ανασφάλιστη εργασία. Το κράτος πρόνοιας, στο οποίο ο πολίτης είχε «κοιμίσει» όλη την επαναστατικότητά του, χάνεται σταδιακά και ο πολίτης χάνει την βεβαιότητα ότι το κράτος θα υπερασπιστεί τα δικαιώματά του ή θα τα διασφαλίσει με οποιοδήποτε κόστος. Το κράτος προστάτης-φύλακας και η σταθερή εργασία είναι μερικές μόνο από τις πολλές βεβαιότητες που δημιούργησαν ένα κυρίαρχο κοινωνικό φαντασιακό, το οποίο για δεκαετίες έμοιαζε ακλόνητο.
Όλες αυτές οι βεβαιότητες χτίστηκαν πάνω στο αφήγημα της ασφάλειας. Μιας ασφάλειας που φρόντισε για τη δημιουργία καλών, ήσυχων παιδιών-πολιτών, που θα είναι τόσο απασχολημένοι με τη διατήρηση της ασφάλειάς τους και της υπάρχουσας κατάστασής τους, που θα την υπερασπιστούν με τον καλύτερο τρόπο, με αδράνεια και απάθεια. Η θέση τους και η εξέλιξή τους στην κοινωνική ιεραρχία επιτυγχάνεται μέσω μιας σειράς πολιτικών και κοινωνικών προνομίων, τα οποία συνδέονται άρρηκτα με το χρώμα του δέρματος, τη σεξουαλική ταυτότητα, την αρτιμέλεια, την εθνική ταυτότητα, την ιδιοκτησία. Οι προνομιούχοι αυτοί διεκδικούν προφανώς με διάφορους τρόπους να τα συντηρήσουν και να τα αναπτύξουν περαιτέρω. Η ύπαρξη αυτών οριοθετείται και αντιπαραβάλλεται με τη θέση των ‘άλλων’. Αυτών που αντιπροσωπεύουν την ανασφάλεια, που ζουν καθημερινά μέσα σε αυτή, είτε στην κρίση είτε στην ευημερία. Αυτών που ούτως ή άλλως δεν έχουν τίποτα να χάσουν και η θέση τους δεν τους εξασφαλίζει καμία δυνατότητα να ονειρεύονται έστω μια κάποια σταθερότητα.
Και καθώς η κρίση ροκανίζει τις βεβαιότητες, στις οποίες δομήθηκε η νεοελληνική κοινωνία, παρατηρούμε μια έξαρση των φαινομένων βίας. Η “ψυχολογιοποίηση” ως κοινωνική απόδοση της κρίσης νομιμοποιεί σε μεγάλο βαθμό βίαιες πρακτικές. Η έξαρση της βίας δηλαδή προσπαθεί να δικαιολογηθεί μέσα από την ύπαρξη της κρίσης. Οι βίαιες αντιδράσεις των υποκειμένων βρίσκουν πια ένα βολικό άλλοθι να εκφραστούν, γιατί, ας μην γελιόμαστε, η βία προϋπήρχε της κρίσης, απλώς συγκαλυπτόταν κάτω από τον μανδύα του καθωσπρεπισμού και μιας ευημερίας που δεν δικαιολογεί τέτοια φαινόμενα. Τώρα που το αφήγημα της ασφάλειας κλυδωνίζεται επικίνδυνα, επιστρατεύεται η βία, σε μεγαλύτερες δόσεις και με απευθείας κάλυψη, για να συντηρήσει το αφήγημα της κανονικότητας. Η προβολή της βίας δεν συμβαίνει τόσο για να ευαισθητοποιήσει και για να μας ενημερώσει για αυτή, αλλά για να «νομιμοποιήσει» μεθόδους, λόγους και πολιτικές ενίσχυσής της. Τέτοιες πρακτικές εκφράζονται μέσα από την αντι-μεταναστευτική πολιτική, την εντατικοποίηση και ενίσχυση της κρατικής καταστολής, την υγειονομική περιχαράκωση του πολιτικού ως εθνικού χώρου και επιστροφή στις συντηρητικές και σταθερές αξίες του αφηγήματος: «πατρίς-θρησκεία-οικογένεια».
Πρέπει όμως κάποιες βεβαιότητες να συνεχίζουν να υπάρχουν, προκειμένου να βρίσκουν τρόπους το έθνος, η φυλή, το φύλο να αναπαράγονται. Στην εποχή της κρίσης οι έμφυλες, σεξουαλικές αντιλήψεις και πρακτικές που επικρατούν στην ελληνική κοινωνία μπαίνουν στο στόχαστρο και φυσικά όχι προς την κατεύθυνση της αλλαγής και του μετασχηματισμού των κυρίαρχων αξιών και αφηγημάτων αναφορικά με αυτές. Παρατηρείται, λοιπόν, ότι στο πλαίσιο της διατήρησης μιας συγκεκριμένης ετεροκανονικής, αρρενωπής ταυτότητας, η οποία εγγυάται με τον καλύτερο τρόπο την αναπαραγωγή του έθνους, θέτει στο στόχαστρο οποιαδήποτε άλλη απειλητική και αλλόκοτη ταυτότητα. Απόρροια αυτής της αντίληψης είναι η ολοένα και συχνότερη παραγωγή μιας ομοφοβικής, μισογυνικής και σεξιστικής κυρίαρχης κουλτούρας, εκφραζόμενης αρκετές φορές μέσω βίαιων πρακτικών. Μια κουλτούρα που κερδίζει περισσότερο έδαφος, αναπαράγοντας τον εαυτό της και τη βία που ασκεί με τους αποκλεισμούς και την περιθωριοποίηση αυτών που δεν τοποθετούν τον εαυτό τους στην ετεροκανονική μορφή της κοινωνικής ζωής. Η ελληνική οικογένεια ως θεματοφύλακας της συνέχισης του έθνους τίθεται στη πρώτη γραμμή υπεράσπισης των κυρίαρχων ταυτοτήτων μέσα από τη ρηματική εκφορά του κινδύνου: η ελληνική οικογένεια κινδυνεύει.
«Η ελληνική οικογένεια κινδυνεύει[1]».
Στα τέλη Απριλίου, λίγο πριν από τις εκλογές της 6ης Μαΐου, γίνονται προφυλακίσεις και συλλήψεις οροθετικών γυναικών με την παράλληλη δημοσίευση των στοιχείων τους, των φωτογραφιών τους και την κατάργηση του ιατρικού τους απορρήτου. Γίναμε μάρτυρες της έμπρακτης νοηματοδότησης και εφαρμογής της κατάστασης «έκτακτης ανάγκης». Οι γυναίκες αυτές, βουτηγμένες στην ανωνυμία τους, χωρίς να μπορούν οι ίδιες να υπερασπιστούν αυτό που είναι, «καταδικάζονται» από τον κυρίαρχο λόγο σε ένα καθεστώς σιωπής. Η περίπτωσή τους φανερώνει με τον εναργέστερο τρόπο ότι το σώμα, ανάλογα με το πώς αντιμετωπίζεται κάθε φορά, ως αυτόχθον ή ετερόχθον, πάσχον ή υγιές, λειτουργικό ή δυσλειτουργικό, αποτελεί το κατεξοχήν πεδίο εγκαθίδρυσης των όρων απονομής τόσο της ανθρώπινης όσο και της πολιτικής ιδιότητας.
Στη διαπόμπευση και στοχοποίηση αυτών των γυναικών, ο ιατρικός λόγος έπαιξε πρωταγωνιστικό ρόλο, προκειμένου να επιβληθεί η γραμμή ενός υγειονομικού διαχωρισμού ανάμεσα στα εθνικά, πολιτικά σώματα που απειλούνται και τα απογυμνωμένα-αποκείμενα σώματα που απειλούν και γι’ αυτό πρέπει να εξαφανιστούν[2]. Η επιστράτευση του ΚΕΕΛΠΝΟ στην εκστρατεία αυτή, σε συνδυασμό με το αφήγημα «υγειονομικές βόμβες[3]», αλλά και με τις δηλώσεις του Λοβέρδου ότι «είχα πει ότι το πρόβλημα μπαίνει στις ελληνικές οικογένειες καθώς οικογενειάρχες πηγαίνουν στους οίκους ανοχής μεταφέροντας έτσι τη νόσο στα σπίτια τους»[4], το αποδεικνύει. Σαφώς ούτε λόγος για δημοσιοποίηση στοιχείων των Ελλήνων-οικογενειαρχών πελατών. Προφανώς, για να διαφυλαχθεί η οικογενειακή γαλήνη και ηρεμία[5]. Οι λόγοι ιατρικοποίησης, εθνικοποίησης, εμφυλοποίησης επιστρατεύονται σε μια περίοδο που όλα αυτά βρίσκονται υπό κρίση. Σύστημα υγείας υπό κατάρρευση, πατρίδα υπό αμφισβήτηση, ετεροκανονικότητα σε κίνδυνο. Και σε μια περίοδο όπου η νεοφιλελεύθερη βιοπολιτική πολλαπλασιάζει τις συνθήκες που παράγουν ασθένειες.
Όλα αυτά αποτελούν αντικατοπτρισμούς μιας βαθιάς, συντηρητικής κοινωνίας, στην οποία δεσπόζει η αστυνομία, η θρησκεία (με τη βοήθεια του Θεού, της Παναγίας θα βγούμε από την κρίση), ο στρατός, η πατρίδα και βεβαίως η οικογένεια ως επιστέγασμα όλων αυτών. Ο ρατσιστικός, ομοφοβικός, σεξιστικός λόγος στην Ελλάδα κυριάρχησε μαζί με την κρίση. Ένας ρατσισμός αδίστακτος και δολοφονικός βρήκε τον χώρο να εκφραστεί, να παράγει μολυσματικά και περιττά σώματα και να ευθυγραμμιστεί με τον λόγο της Χρυσής Αυγής («Για να ξεβρωμίσει ο τόπος[6]», «εμπρός, Ηλία, βάρα τη λεσβία[7]»). Ουδεμία έκπληξη δεν θα έπρεπε να μας προκαλεί πώς οι νεοναζί μπήκαν στη βουλή. Η Χρυσή Αυγή νομιμοποιεί το πρότυπο του πολεμοχαρή, αρρενωπού, σεξιστή, ομοφοβικού άνδρα, το οποίο έχει βαθιές ρίζες στο ελληνικό, πολιτικό και κοινωνικό συγκείμενο. «Αξιοποίησαν» με τον καλύτερο τρόπο την εθνική συναίνεση χρόνων και επιτέλους η κρίση έδωσε το άλλοθι να ακουστεί αυτός ο λόγος που χρόνια τώρα βρισκόταν στο μεταίχμιο του να ειπωθεί ή να παραμείνει σιωπηλός.
Παρατηρούμε ότι ο σεξισμός, η βία προκύπτει από παντού, δεν γνωρίζει ιδεολογικές και πολιτικές γραμμές. Γιατί είναι πολιτικά σωστό να καταδικάζουμε τη βιαιότητα της Χρυσής Αυγής, αλλά τι είναι αυτό που μας κάνει να θέλουμε να υπερασπίσουμε την ταυτότητα του λευκού, αρρενωπού, γυναικά, αριστερού-διανοούμενου άνδρα που θέλει να κραυγάσει όσο το δυνατόν δυνατότερα ότι δεν είναι αδερφή; Εκφράσεις τέτοιου είδους: «έχω πηδήξει τη μισή Αθήνα και οι Χρυσαυγίτες ακόμη με λένε αδελφή[8]» ή «ο Κολοκοτρώνης ήταν μεγάλος μπήχτης» εκφραζόμενες από ένα βουλευτή της Αριστεράς δεν ρίχνουν νερό στον μύλο της Ακροδεξιάς; Γιατί κάποιος να θέλει να αποδείξει στους Χρυσαυγίτες ότι δεν είναι αδερφή; Για χάρη των Ελλήνων νοικοκυραίων και αυτής της πολυπόθητης κανονικότητας που συμβολίζουν και που, υποτίθεται, έχει κλονιστεί από την κρίση, όλα φαίνεται να επιτρέπονται και να λέγονται από όλους. Με μεγαλύτερη έμφαση και σχεδόν κραυγάζοντας σπεύδουν να δηλώσουν αυτό που κυριαρχεί.
Και αυτό που κυριαρχεί βασίζεται στον φόβο απέναντι σε αυτό που ορίζεται ως διαφορετικό και που απειλεί να το αναιρέσει. Και ο φόβος φέρνει τη βία. Η βία κατακλύζει τις ζωές μας. Η καθημερινότητά μας είναι βίαιη. Λεκτικές επιθέσεις, σωματικές επιθέσεις, κρατική καταστολή και νομιμοποιημένη άσκηση βίας από αστυνομικούς με βασανιστήρια τύπου Αμπού Γκράιμπ[9], τακτικές και συχνές επιθέσεις σε ομοφυλόφιλους στον δημόσιο χώρο[10], επιβεβαιώνουν με τον καλύτερο τρόπο ότι ζούμε σε καιρούς βίαιους. Οι επικλήσεις στη χούντα αλλά και στη Χρυσή Αυγή ως μεσσίες και σωτήρες δείχνουν κάτι πολύ λυπηρό, κατά τη δική μου γνώμη, για την ελληνική κοινωνία. Δείχνουν μια κοινωνία απαίδευτη, αμόρφωτη, ακαλλιέργητη, βαθιά και, σε μεγάλο βαθμό, αξεπέραστα συντηρητική, που κατά κύριο λόγο ιδιωτεύει, έχοντας απολέσει καιρό τώρα την ιδιότητα του πολίτη. Και σαφώς δεν εννοώ ότι δεν πήγε στο Πανεπιστήμιο και δεν απέκτησε γνώσεις, αλλά δε φρόντισε με κανένα τρόπο να συνειδητοποιήσει την ύπαρξή της εντός του συγκεκριμένου πλαισίου. Συνήθιζε να λέει φωναχτά, απαξιωτικά και με καμάρι: «δεν με ενδιαφέρει και δεν ασχολούμαι με την πολιτική». Η αδιαφορία για την πολιτική, η απόλυτη αντιπνευματικότητα σε συνδυασμό με την οικονομική κρίση ανέδειξαν κάτι πολύ ουσιαστικότερο, την κοινωνική και πολιτιστική κρίση, στην οποία βρίσκουν έδαφος εφαρμογής οι βίαιες, ομοφοβικές και σεξιστικές, εθνικιστικές πρακτικές.
Η γνώση και η πνευματικότητα για δεκαετίες είχαν παραμεριστεί και είχαν αντικατασταθεί από το φθηνό και εμπορικό lifestyle, το οποίο μέσα από τηλεοπτικές εκπομπές έμπαινε καθημερινά στα σπίτια μας, διαμορφώνοντας σε μεγάλο βαθμό και τις αντίστοιχες κουλτούρες. Όμορφες, περιποιημένες, αψεγάδιαστες, σέξι, μητέρες, κατά κύριο λόγο ξανθιές, αλλά και άνδρες, αρρενωποί, ετεροφυλόφιλοι και από την άλλη γκέι καρικατούρες αποτελούν τα κυρίαρχα τηλεοπτικά πρότυπα.
Οι πολίτες καλούνται σήμερα να αντιμετωπίσουν την κρίση και ό,τι αυτή φέρνει μαζί της, με τα πνευματικά εφόδια που απέκτησαν όλα αυτά τα χρόνια. Πνευματικά εφόδια που αναφέρονται κυρίως στα τηλεοπτικά προγράμματα της ιδιωτικής τηλεόρασης και τα οποία ακόμα και στην κρίση προτάσσουν την κατανάλωση συνδεδεμένη με το life style και το glamourous, για να ξεχάσουν οι άνθρωποι τα προβλήματά τους και να ζήσουν έστω για λίγο, στη διάρκεια μιας εκπομπής, τη χλιδάτη ζωή των διασήμων.
Σε μια χώρα που μεγάλο μέρος των πολιτών δεν ενδιαφέρονταν για την πολιτική και την γνώση και η «εκπαίδευσή» τους ήταν τηλεοπτική, δεν θα πρέπει να κάνει σε κανέναν εντύπωση το γεγονός ότι η Χρυσή Αυγή εκφράζει σήμερα εκατοντάδες χιλιάδες Έλληνες. Η Χρυσή Αυγή δεν ήρθε τώρα. Ο νεοναζισμός δεν ήρθε τώρα. Ο φασισμός δεν ήρθε τώρα. Θα έπρεπε να τον είχαμε διακρίνει από χρόνια. Διότι υπήρχε συγκεκαλυμμένα σε όλες αυτές τις βεβαιότητες που έχτιζαν και οριοθετούσαν τις ζωές μας, κάνοντάς μας ανήμπορους να αμφισβητήσουμε, να αντισταθούμε, να οδηγηθούμε σε δρόμους ελευθερίας, προτάσσοντάς μας πάντα «το κανονικό».
Σημειώσεις
1. Δηλώσεις Α. Λοβέρδου: Οι «αλλοδαπές ιερόδουλες φορείς του AIDS» συνιστούν απειλή για την ελληνική κοινωνία, καθώς το πρόβλημα «ξέφυγε από το γκέτο» και πλέον «μολύνει τις ελληνικές οικογένειες».
2. Αθανασίου Αθηνά, Η κρίση ως κατάσταση εξαίρεσης, Αθήνα: Σαββάλας, 2012.
3. “Εξερράγη η υγειονομική βόμβα”, Ανδρέας Λοβέρδος, 02/05/2012,iatropedia.gr
4. Δήλωση Αντρέα Λοβέρδου στο διαδικτυακό site iatropedia.gr, 30/04/2012.
5. «Σύμφωνα με τη λογική του υπουργού Υγείας, κίνδυνος για τη δημόσια υγεία συνιστούν εξ ορισμού οι εκδιδόμενες γυναίκες και όχι οι οροθετικοί οικογενειάρχες». Αθανασίου Αθηνά, Η κρίση ως κατάσταση εξαίρεσης, ό.π., σελ. 32.
6. Προεκλογικό σύνθημα της Χρυσής Αυγής. Σύνθημα που ακούστηκε σε διαδήλωση στην Παιανία, ύστερα από τη δολοφονία Αλβανού ληστή από Έλληνα.
7. Συνέντευξη του βουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ Πέτρου Τατσόπουλου, στο περιοδικό Crash, τον Νοέμβριο του 2012.
8. Βλ. το δημοσίευμα της εφημερίδας Guardian για τους βασανισμούς των συλληφθέντων αντιφασιστών: Link
9. Βλ. «Η ιστορία του ‘ροζ τριγώνου’. Με αφορμή τις νεοναζιστικές επιθέσεις σε ομοφυλόφιλους στο κέντρο της Αθήνας» Link