Οι
προηγούμενες εκδηλώσεις μας ήταν
αφιερωμένες σε δύο κοινωνικές ομάδες
που είτε έχουν πληγεί ή πλήττονται από
τη δολοφονική βία των ομοφοβικών, είτε
ζουν με τον φόβο της: τους επιζήσαντες
ομοφυλόφιλους των ναζιστικών στρατοπέδων
συγκέντρωσης, τα σύγχρονα θύματα
ακροδεξιάς ομοφοβικής βίας στην Ελλάδα
και, φυσικά, τα διεμφυλικά/διαφυλικά
άτομα. Με τις δύο αυτές εκδηλώσεις
θελήσαμε να δώσουμε φωνή στα θύματα της
ομοφοβίας κυρίως για να καταδείξουμε
την ίδια την ομοφοβία ως ξεκάθαρη μορφή
καταπίεσης. Για την τρίτη εκδήλωση που
οργανώνουμε φέτος σαν Πρωτοβουλία κατά
της ομοφοβίας Ξάνθης, επιλέξαμε μια
ταινία η οποία αφορά μια άλλη κοινωνική
ομάδα που υφίσταται καταπίεση: τις
ομοφυλόφιλες γυναίκες.
Ένας
απ’ τους λόγους που επιλέξαμε αυτή την
ταινία, είναι για να υπονομεύσουμε την
μαζική εντύπωση που προωθείται απ’ τα
συστημικά μέσα ότι η ομοφυλοφιλία αφορά
αποκλειστικά, ή, έστω, κυρίως, λευκούς
μεσοαστούς άντρες· μια εντύπωση που
σιγοντάρεται από έναν γενικευμένο
σεξισμό που διαποτίζει όλους τους τομείς
της καθημερινότητάς μας (από τις γλωσσικές
δομές, στις οποίες το αρσενικό έχει
πάντα προτεραιότητα, μέχρι τον άτυπο ή
παράτυπο αποκλεισμό γυναικών από
«ανδρικά» επαγγέλματα). Υποδαυλίζεται,
επίσης, από αντιλήψεις παράγωγες αυτού
του σεξισμού, σύμφωνα με τις οποίες είτε
δεν υπάρχουν «πραγματικά ομοφυλόφιλες»
γυναίκες, παρά μόνο γυναίκες που ακόμα
δεν έχουν γνωρίσει τον κατάλληλο άντρα,
είτε οι ομοφυλόφιλες γυναίκες, λόγω του
ότι αρνούνται τον ρόλο της συζύγου ή
της μητέρας των παιδιών ενός άντρα, δεν
θεωρούνται «πραγματικές γυναίκες».
Ένας δεύτερος λόγος, λοιπόν, είναι ότι,
πέρα από την ομοφοβία, οι ομοφυλόφιλες
γυναίκες έχουν να αντιμετωπίσουν
ταυτόχρονα δύο διαφορετικές – αν και
συνυφασμένες – μορφές καταπίεσης: την
ομοφοβία και τον σεξισμό. Με άλλα λόγια
αναγκάζονται να υπερασπιστούν και να
διεκδικήσουν το δικαίωμά τους να είναι
ταυτόχρονα και
γυναίκες και
ομοφυλόφιλες.
Ωστόσο
η ταινία αυτή δεν είναι μόνο μια ταινία
για τον λεσβιακό έρωτα· είναι επίσης
μια ταινία για τη μετανάστευση· τη
μετανάστευση με τη στενή αλλά και με
την ευρεία έννοια· τη μετανάστευση σε
μια άλλη χώρα, τη μετανάστευση σε ένα
άλλο σώμα. Ας αναρωτηθούμε για μια στιγμή
τι είναι εκείνο που προτρέπει κάποια/κάποιον
να αναζητήσει μια νέα χώρα ή/και μια νέα
ταυτότητα. Τα κίνητρά του/της είναι
αφενός μεν οικονομικά (να βρει ένα
κομμάτι ψωμί), αφετέρου δε πολιτικά (να
είναι ελεύθερη/ελεύθερος να ζει και να
εκφράζεται όπως ο ίδιος/η ίδια θέλει·
να βιοπορίζεται και να ζει με αξιοπρέπεια).
Εξάλλου, τι είναι η μετανάστευση αν όχι
η αναζήτηση της ελευθερίας και της
ανθρώπινης αξιοπρέπειας; Κι ας σκοντάφτεις
ξανά και ξανά πάνω σε νέους δυνάστες...
Όπως η Φαρίμπα, η πρωταγωνίστρια της
ταινίας, η οποία, στην προσπάθειά της
να γλιτώσει από τη βία ενός θεοκρατικού,
θεσμικά σεξιστικού και ομοφοβικού
καθεστώτος που την έχει καταδικάσει σε
θάνατο, εγκλωβίζεται στον καθημερινό,
«τετριμμένο», ρατσισμό μιας μικρής
δυτικής κοινότητας η οποία την
αντιμετωπίζει σαν ξένο σώμα και που, εν
ολίγοις, δεν της αφήνει περιθώρια πέρα
απ’ το να κρυφτεί κάτω από ένα ξένο
δέρμα.
Αναγκασμένη
να υιοθετήσει την ταυτότητα ενός άλλου
για να εξασφαλίσει το πολυπόθητο άσυλο,
η Φαρίμπα έρχεται αντιμέτωπη με την
Ισλαμοφοβία – μια σύγχρονη μορφή
ρατσισμού που χωρίζει τους ανθρώπους,
με βάση δήθεν αγεφύρωτες πολιτιστικές
διαφορές, ενώ επαναφέρει με ύπουλο τρόπο
και το ζήτημα του χρώματος ως πηγή
διάκρισης. Κι όσο πιο χαμηλά βρίσκεται
κάποια/κάποιος ταξικά, τόσο χειρότερα
την βιώνει! Μ’ αυτόν τον τρόπο η ταινία,
μεταξύ άλλων, αναδεικνύει και το ότι τα
συστήματα ή οι μορφές καταπίεσης
αλληλοσυνδέονται και συνήθως βιώνονται
ταυτόχρονα. Ταυτόχρονα, λοιπόν, πρέπει
και να αντιμετωπίζονται.
Στα
1983, η Αμερικανίδα εκπαιδευτικός Μπάρμπαρα
Σμιθ (μαύρη, λεσβία. Αριστερή, ακριβίστρια)
έγραφε στους συναδέλφους της:
[...] Σαν μαύρη γυναίκα,
λεσβία, φεμινίστρια και ακτιβίστρια
δεν μου είναι δύσκολο να δω πώς συνδέονται
τα συστήματα καταπίεσης, κυρίως επειδή
επηρεάζουν τη ζωή μου τόσο συχνά. Στα
1970 και 1980 οι πολιτικοποιημένες έγχρωμες
λεσβίες ήταν οι πλέον οξυδερκείς
αναφορικά με την ανάγκη κατανόησης των
δεσμών μεταξύ των μορφών καταπίεσης.
Επίσης, εναντιώθηκαν τη δόμηση ιεραρχιών
και αμφισβήτησαν την εύκολη λύση του
να επιλέγεις μια «κύρια μορφή καταπίεσης»
και να υποβιβάζεις τις αντιφάσεις που
προκαλούνται όποτε η φυλή, το φύλο, η
τάξη και η σεξουαλική ταυτότητα
αλληλεπιδρούν. Είναι ειρωνικό το ότι
για τις δυνάμεις της δεξιάς το μίσος
για τις λεσβίες και τους γκέι και το
μίσος για τα έγχρωμα άτομα, τους Εβραίους
και τις γυναίκες είναι αλληλένδετα.
Εκείνοι συνδέουν
τις μορφές καταπίεσης με τον πιο αρνητικό
τρόπο και τα πιο φρικτά αποτελέσματα,
ενώ οι υποτιθέμενοι προοδευτικοί, οι
οποίοι αντιτίθενται στην καταπίεση σε
όλα τα άλλα επίπεδα αρνούνται να
αναγνωρίσουν την κοινωνικά αποδεκτή
κακομεταχείριση των λεσβιών και των
γκέι ανδρών σαν σημαντικό πρόβλημα. Η
σιωπηλή τους αντίδραση είναι η εξής:
«Ομοφοβία: γιατί ν’ ασχοληθούμε;»
[…] Ένας λόγος να
ασχοληθούμε είναι το ότι ένα δέκα τοις
εκατό των μαθητών σας θα γίνουν ή ήδη
είναι λεσβίες και γκέι. Το ίδιο κι ένα
δέκα τοις εκατό των συναδέλφων σας. Η
ομοφοβία μπορεί να είναι η τελευταία
απ’ τις μορφές καταπίεσης που θα
εξαλειφθεί· αλλά θα εξαλειφθεί! Μα θα
εξαλειφθεί πολύ πιο γρήγορα αν άνθρωποι
που αντιτίθενται σε κάθε
μορφή υποταγής
συνασπιστούν για να τα καταφέρουν.
Προς
αυτήν την κατεύθυνση κινείται και η
δική μας – μικρή, αλλά σημαντική –
προσπάθεια ως Πρωτοβουλία Ξάνθης κατά
της Ομοφοβίας.